γιγγλισμός

γιγγλισμός
γιγγλισμός, ο (Α)
1. το γαργάλημα
2. το φίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος}.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιγγλισμός — tickling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμοῖς — γιγγλισμός tickling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμόν — γιγγλισμός tickling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”